Πανελλαδική έρευνα: «Πανδημία, Lockdown και Κάπνισμα - Συνήθειες και Κοινωνικές Τάσεις»
Το τεράστιο έλλειμμα ενημέρωσης του κοινού για τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος και τα εναλλακτικά προϊόντα ανέδειξε η έρευνα της εταιρείας Marc για λογαριασμό της Παπαστράτος.
1 στους 2 καπνιστές δηλώνουν πως δεν έχουν επαρκή πληροφόρηση για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του κάπνισματος και 8 στους 10 επισημαίνουν πως δεν έχουν την ενημέρωση που χρειάζονται ούτε για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος. Παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων (πάνω από 88%) πιστεύει πως θα πρέπει να έχουν αξιόπιστη ενημέρωση και πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές λύσεις καπνίσματος. Λύσεις που, σύμφωνα με το 45,6% του πληθυσμού, είναι λιγότερο βλαβερές για την υγεία σε σχέση με το κάπνισμα.
Αυτό ήταν το κεντρικό συμπέρασμα της έρευνας, που διεξήχθη τον Μάρτιο του 2021 με τη συμμετοχή πάνω από 1200 νοικοκυριών σε αστικά κέντρα και περιφέρεια, η οποία παρουσιάστηκε από τους κ.κ. Θωμά Γεράκη, Διευθύνοντα Σύμβουλο της Marc και Σταύρο Δρακουλαράκο, Γενικό Διευθυντή Επικοινωνίας της Παπαστράτος. Με την κ. Βέρα Αθανάσιου, ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια, να σχολιάζει τα ευρήματα που είχαν να κάνουν με τη αρνητική επίδραση του τσιγάρου στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Mπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη την παρουσίαση στο παρακάτω βίντεο:
Όπως επισήμανε στην αρχή της παρουσίασης ο κ. Δρακουλαράκος, συνοψίζοντας τα ευρήματα της έρευνας για τους συμμετέχοντες: «Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι στο lockdown καπνίζουμε περισσότερο. Ταυτόχρονα οι πολίτες ζητούν περισσότερη και καλύτερη ενημέρωση για τα εναλλακτικά προϊόντα. Οι λύσεις θα πρέπει να βασίζονται στην επιστήμη και στην τεχνολογία. Μεταξύ όλων των άλλων γνωστών και αποδεκτών γεγονότων, φαίνεται ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά και τις διαπροσωπικές σχέσεις».
Πως επηρέασε η πανδημία τη στάση απέναντι στο κάπνισμα
Η πανδημία φαίνεται ότι μας πήγε ένα βήμα πίσω, ως κοινωνία, στον αγώνα για τη μείωση και διακοπή του καπνίσματος καθώς ένα ποσοστό 27,2% των καπνιστών (δηλαδή περίπου 600.000 άτομα) δήλωσαν πως καπνίζουν περισσότερο εν μέσω πανδημίας. Ενώ ένα 7,1%, περίπου δηλαδή 153.000 άτομα, ξεκίνησαν ξανά το κάπνισμα ενώ το είχαν διακόψει.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης της συχνότητας του καπνίσματος παρατηρήθηκαν σε ομάδες όπως τους αυτοαπασχολούμενους (37,4%), τους άνεργους (47,6%) καθώς και στις ηλικίες 21-34 ετών (37,8%). Με τον κ. Γεράκη να σχολιάζει πως «Η αύξηση της συχνότητας του καπνίσματος συνδέεται εμφανώς με κατηγορίες που βιώνουν μεγαλύτερο άγχος, όπως οι γυναίκες, οι νέοι ηλικιακά, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι άνεργοι και όσοι μένουν στα αστικά κέντρα. Η γενική εικόνα, πάραυτα, δεν είναι ότι βρισκόμαστε σε μια χώρα που αυξάνεται το κάπνισμα, αλλά σε μια χώρα που οι καπνιστές είναι μειοψηφία, όπου έχουμε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό πρώην καπνιστών και όπου η τάση είναι να μειώνονται οι καπνιστές και να έρχεται πιο κοντά ο φιλόδοξος και αναγκαίος στόχος που έχετε θέσει ως Παπαστράτος για 1.000.000 λιγότερους καπνιστές έως το τέλος του 2021»
Ένας στόχος για τον οποίο ο Γενικός Διευθυντής Επικοινωνίας της Παπαστράτος δήλωσε πως: «Ως Παπαστράτος έχουμε ήδη φτάσει τους 300.000 καπνιστές που έχουν αφήσει πίσω το τσιγάρο και έχουν κάνει την αλλαγή στα προϊόντα μας χωρίς καύση (σ.σ. σε σχέση με τους 440.000 συνολικά χρήστες εναλλακτικών προϊόντων στη χώρα). Και συνεχίζουμε. Γιατί μπορεί να άλλαξαν εντελώς οι συνθήκες, μπορεί να υπάρχουν δυσκολίες και σκαμπανεβάσματα, αλλά δεν αλλάζει ο προορισμός που είναι η επίτευξη του τολμηρού αυτού στόχου, τον οποίο και πλησιάζουμε όλο και περισσότερο».
Άξια επισήμανσης είναι η τοποθέτηση της κ. Αθανασίου, σχετικά με τις αιτίες αύξησης του καπνίσματος εν μέσω πανδημίας, που δήλωσε ότι: « Σε περιπτώσεις κρίσης ο άνθρωπος έχει την τάση να προσπαθεί να διατηρεί όσο γίνεται την ομοιόσταση του που τείνει να χαθεί. Συγκεκριμένα η τελετουργία του τσιγάρου και το γεγονός ότι είναι μια συνήθεια που κάποιος είχε από πριν, λειτουργεί -από ψυχολογικής άποψης- ενισχυτικά στο να τη διατηρήσει και την περίοδο της πανδημίας καθώς του δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια βλαβερή συνήθεια. Είναι μια στοματική ανάγκη που έχει τις ρίζες της σε πρωιμότερες φάσεις συναισθηματικής ανάπτυξης. Εκεί που έχουμε τη τάση να γυρνάμε όσο πιο ευάλωτοι και φοβισμένοι αισθανόμαστε».
Οι πολίτες ζητούν περισσότερη και καλύτερη ενημέρωση για τα εναλλακτικά προϊόντα
Στην ανάγκη ενημέρωσης του κοινού, τόσο όσον αφορά τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος όσο και σε σχέση με τις εναλλακτικές λύσεις, εστιάστηκε δικαιολογημένα μεγάλο μέρος της ανάλυσης. Καθώς, όπως φαίνεται, αυτό αποτελεί βασικό -αλλά όχι ανυπέρβλητο- εμπόδιο στο να φτάσουμε στο τέλος του τσιγάρου όσο πιο σύντομα είναι εφικτό.
Συγκεκριμένα πάνω από τους μισούς καπνιστές (51,1%) που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν πως δεν έχουν επαρκή ενημέρωση για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος. Με τους συμμετέχοντες να τονίζουν ότι η κατάσταση είναι ακόμη δυσμενέστερη όσον αφορά τους νέους ηλικίας 21-34 καθώς το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 61,7%. Ενώ εξίσου εντύπωση προκαλεί ότι, παρά το γεγονός ότι 84,3% των καπνιστών ανησυχεί πως το κάπνισμα έχει σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία τους, το 18,4% αυτών δεν μπορεί καν να αναγνωρίσει ποιες είναι οι ουσίες στο τσιγάρο που τους βλάπτουν. Αποδεικνύοντας και πάλι την κρίσιμη αξία της σωστής ενημέρωσης για να μπορέσουμε να βγούμε από το αδιέξοδο.
Η έλλειψη ενημέρωσης κυριαρχεί, το ίδιο έντονα, και στο πεδίο των εναλλακτικών προϊόντων. Συγκεκριμένα 82,9% των ερωτηθέντων καπνιστών αναφέρουν πως δεν έχουν επαρκή ενημέρωση για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος και 51,6% των καπνιστών αναφέρουν πως δεν γνωρίζουν τις διαφορές μεταξύ των συμβατικών τσιγάρων και των εναλλακτικών προϊόντων καπνού. Ενώ, ακόμη πιο εντυπωσιακό, είναι το 29,2% όσων χρησιμοποιούν εναλλακτικά προϊόντα που αναφέρουν πως επίσης δεν τις γνωρίζουν ακριβώς.
Στο σημείο αυτό ο Διευθύνων Σύμβουλος της Marc εντόπισε και το πιο ανησυχητικό εύρημα της έρευνας, σχολιάζοντας: «Εδώ αρχίζει και ξετυλίγεται το μεγαλύτερο πρόβλημα που αναδεικνύει αυτή η έρευνα. Το οποίο, αν του έβαζα ένα τίτλο, θα ήταν έλλειψη ενημέρωσης. Μια έλλειψη πληροφόρησης που θεωρώ ότι είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι καταγράφεται στην έρευνα γιατί είναι πολύ δύσκολο να παραδεχθεί εύκολα κάποιος ότι δεν γνωρίζει κάτι. Θεωρώ ότι το ποσοστό της γνώσης είναι ακόμη χαμηλότερο».
Τι άποψη έχουν οι Έλληνες για τα εναλλακτικά προϊόντα
Δικαιολογημένη αισιοδοξία προκαλεί το γεγονός ότι οι Έλληνες, παρά την έλλειψη ενημέρωσης, φαίνεται να έχουν ήδη αγκαλιάσει τις εναλλακτικές λύσεις αντί του καπνίσματος. Συγκεκριμένα 60,5% του πληθυσμού δηλώνει πως εάν κάποιος κοντά του χρησιμοποιεί μια εναλλακτική λύση χωρίς καπνό, δεν τον ενοχλεί σε σύγκριση με κάποιον που καπνίζει τσιγάρα και 37,4% των ερωτηθέντων έχει ήδη προτείνει σε κάποιον καπνιστή να σταματήσει το κάπνισμα τσιγάρων και να δοκιμάσει μια εναλλακτική λύση.
Η επιστήμη φαίνεται πως θα είναι αυτή που θα μας δείξει το δρόμο για το τέλος του τσιγάρου. Συγκεκριμένα ένα 91,1% του συνολικού ερωτηθέντος πληθυσμού δηλώνει πως για την επιλογή του σωστού εναλλακτικού προϊόντος καπνίσματος θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η επιστήμη και η τεχνολογία που βρίσκεται σε αυτό. Αξιοσημείωτο είναι ότι την ίδια άποψη μοιράζεται και το 92,7% των μη καπνιστών που, παρότι δεν έχει σχέση με τα συγκεκριμένα προϊόντα, φαίνεται επίσης να κατανοεί την αξία της επιστήμης για τη μείωση της βλάβης από το κάπνισμα.
Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά τις σχέσεις
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που αναδεικνύει έντονα η έρευνα αφορά την αρνητική επίδραση του καπνίσματος στις σχέσεις καπνιστών και μη καπνιστών. Συγκεκριμένα το 51,7% των καπνιστών με σύντροφο μη καπνιστή δηλώνουν πως η καπνιστική τους συνήθεια ενοχλεί τον/την σύντροφό τους (με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 68,8% στα νεότερα ζευγάρια έως 34 ετών) και το 49% αναφέρει πως το κάπνισμα αποτελεί ξεκάθαρα αιτία διαφωνιών και καβγάδων μεταξύ του ζευγαριού. Το ίδιο που συμβαίνει, σε ποσοστό 18,5%, ακόμη και όταν καπνίζουν και οι δυο. Αντίστοιχα το 38,8% δηλώνει πως το κάπνισμα προκαλεί συχνά εντάσεις και τσακωμούς και γενικότερα με αγαπημένα πρόσωπα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος.
Όσον αφορά τους μη καπνιστές, 1 στους 2 (50,5%) συμφωνεί ότι τα άτομα που καπνίζουν είναι λιγότερο ελκυστικά και επιθυμητά από αυτούς που δεν καπνίζουν. Άξιο επισήμανσης αποτελεί ότι η πιο δημοφιλής απάντηση, όσον αφορά το τι είναι το πιο ενοχλητικό πράγμα στο να έχεις σύντροφο καπνιστή, είναι με διαφορά η οσμή του τσιγάρου στο χώρο (30,7%). Με τον καπνό του τσιγάρου (22,3%) και τη μυρωδιά στα ρούχα/μαλλιά/χέρια (14,9%) να έρχονται να συμπληρώσουν τη σχετική τριάδα.
Η αυξανόμενη κοινωνική πίεση στους καπνιστές για να σταματήσουν το κάπνισμα ή να στραφούν σε καλύτερες, επιστημονικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές, επεκτείνεται και στο ευρύτερο φιλικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Ξεκινώντας από το πόσο «καλοδεχούμενοι» αισθάνονται στα σπίτια άλλων (μία στις δύο οικογένειες δεν επιτρέπουν το κάπνισμα πουθενά στο σπίτι τους) ή πώς αισθάνονται οι μη καπνιστές όταν επισκέπτονται οι άλλοι τα σπίτια τους (το 61% των μη καπνιστών αναφέρει πως ενοχλείται γιατί δεν αισθάνεται άνετα σε χώρο με καπνό).
Αυτό που μπορεί να διακρίνει κάποιος είναι τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού στίγματος απέναντι στους καπνιστές, που οδηγεί 1 στους 3 (34%) να δηλώνουν πως αισθάνονται συχνά άβολα σε παρέες που δεν καπνίζουν, ένα 30,6% να διατυπώνει την πεποίθηση ότι γίνονται διακρίσεις εις βάρος τους και ένα 13,6% να κρύβει ότι καπνίζει από αγαπημένα πρόσωπα ή φίλους.
Ένα σημαντικό ακόμη στοιχείο έχει να κάνει με την εικόνα καθώς, από τα στοιχεία της έρευνας, φαίνεται ότι το 70,7% των ερωτηθέντων μη καπνιστών θεωρεί πως το κάπνισμα αποτελεί μια ξεπερασμένη συνήθεια.
Σύμφωνα με τον κ. Γεράκη «Είναι σαφές ότι το τσιγάρο καταστρέφει την υγεία. Ταυτόχρονα το τσιγάρο καταστρέφει και την εικόνα που έχουν οι άλλοι για εμάς. Θεωρώ ότι αυτά τα δυο μαζί έχουν μια προστιθέμενη αξία. Η αίσθηση δηλαδή ότι δεν γίνεσαι αποδεκτός, ότι δεν είσαι ελκυστικός και ότι αισθάνεσαι ξεπερασμένος είναι πιο σημαντική από μια απαγόρευση».
Ενώ ο κ. Δρακουλαράκος δήλωσε χαρακτηριστικά: «Για μένα αυτό, ότι το κάπνισμα είναι ξεπερασμένη συνήθεια, θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος όλης της παρουσίασης. Φαίνεται το ότι εκτός από ότι οδεύουμε στο τέλος του τσιγάρου για λόγους υγείας, πρώτα και πάνω από όλα, συμβαίνει το ίδιο και ως κοινωνία αλλά και ως διαπροσωπικές σχέσεις».
Προσθέτοντας, όσον αφορά συνολικά τα στοιχεία της έρευνας: «Ένα χρόνο μετά το ανοιχτό κάλεσμα που απευθύναμε προς όλους με στόχο 1.000.000 λιγότερους καπνιστές έως το τέλος του 2021, βλέπουμε ότι ένας στους τέσσερις κατοίκους στην Ελλάδα, συνεχίζει αυτή τη βλαβερή συνήθεια.Την ίδια ώρα που οι καπνιστές αναζητούν αξιόπιστη ενημέρωση είτε για διακοπή είτε για αλλαγή σε καλύτερες, επιστημονικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές του τσιγάρου και που, όπως φαίνεται από τα ευρήματα, η πλειονότητα της κοινωνίας θεωρεί το κάπνισμα μια ξεπερασμένη συνήθεια.
Με οδηγό την επιστήμη και την τεχνολογία δεσμευόμαστε ότι θα συνεχίσουμε την πορεία μας προς τη μεγάλη αλλαγή που απαιτεί η κοινωνία ώστε να οδηγηθούμε σε ένα μέλλον, όπου το τσιγάρο θα αποτελεί οριστικά παρελθόν. Ένα μέλλον που είναι πιο κοντά από ποτέ καθώς, με το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο και την υποστήριξη της κοινωνίας των πολιτών θα σταματήσουμε να πουλάμε τσιγάρα, εντός 10-15 ετών, σε πολλές χώρες του κόσμου».